- λεπτότερος
- λεπτόςpeeledmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσχατεύω — ἐσχατεύω (Α) [έσχατος] 1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.) 2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.) 3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν… … Dictionary of Greek
μανταρινιά — Κοινή ονομασία του φυτού Citrus reticulata της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Κίνα και την Ινδοκίνα, όπου καλλιεργείται για 4.000 χρόνια περίπου, και απ’ όπου εισήχθη στις μεσογειακές χώρες κατά τις αρχές του 19ου αι.… … Dictionary of Greek
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… … Dictionary of Greek
ՄԱՆՐԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0207 Chronological Sequence: 5c, 8c, 11c ա. λεπτότερος minutior, minutissimus. Առաւել կամ յոյժ մանր. մանրիկ. մանրամասն. *Յոստոցն հատեալ՝ գործէին մանրագոյն քնարս: Խորտակեալս մանրագոյն պարսկական խորտիկս. Մագ. ՟Ժ՟Ա. ՟Ժ՟Բ: *Գիտել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՆՐԲԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0455 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c ա. λεπτότερος, τατος subtilior, tenuior, minutissimus. Անօրագոյն. կարի նուրբ կամ բարակ. մանր. (իրօք կամ նմանութեամբ). *Զնրբագոյնն եւ զթեթեւագոյնն (զնիւթ՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՂԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0722 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 12c ա. λεπτότερος tenuior ὁλίγος exiguus βραδύτερος tardior, segnior. Կարի սուղ. գոյզն. սարաւագոյն. համառօտագոյն. *Կարեկրոց պէտք են սղագունից եւ թեթեւագունից վասն հիւանդութեան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)